- αρεσιά
- αρεσιά, η και αρεσκιά, ηαρέσκεια, ικανοποίηση, ευχαρίστηση, συνήθως στις φράσεις «της αρεσιάς ή αρεσκιάς μου, -σου, -του κτλ.»: Αυτά τα ρούχα δεν είναι της αρεσιάς του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.